ποιμαντορικός

ποιμαντορικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιμαντορία: Ποιμαντορική ράβδος, αλλ. πατερίτσα του δεσπότη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποιμαντορικός — ή, ό / ποιμαντορικός, ή, όν, ΝΜ [ποιμαντορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιμαντορία ή στον πνευματικό ποιμένα («ποιμαντορική ράβδος») 2. φρ. «ποιμαντορικές επιστολές» εκκλ. οι επιστολές τού αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο Α και Β… …   Dictionary of Greek

  • ποιμαντικός — ή, ό / ποιμαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμαίνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, ποιμενικός, βουκολικός («ποιμαντική βακτηρία», Γρηγ. Ναζ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο ποιμαντορικός («ποιμαντική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”